Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Tα καταστήματα της αγοράς του Αυλωναρίου

του Δημήτρη Σγούρου

Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα το Αυλωνάρι έχει πληθυσμό περίπου 1.500 κατοίκους. Ήταν πρωτεύουσα του δήμου Αυλώνος και περιλαμβάνει 17 χωριά και δύο μοναστήρια με σύνολο περίπου 5.500 κατοίκους.

Ο κόσμος ασχολείται κυρίως με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Ελιές για το λάδι του σπιτιού, σύκα, μουριές για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα και την παραγωγή του μεταξιού, αμπέλια για την παραγωγή κρασιού, που ήταν το κύριο εξαγωγικό προϊόν της περιοχής από το λιμάνι της Κύμης και λαχανόκηποι.

Με το έμπα του 20ου αιώνα η ανάπτυξη βιοτεχνιών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων κυρίως στης πρωτεύουσες των νομών, το εμπόριο, η μετανάστευση και τα ταξίδια, δημιουργούν ένα καινούργιο για τα δεδομένα της επαρχίας άρα και για το Αυλωνάρι τοπίο, μέσα στο οποίο αναδιατάσσονται ή και αλλάζουν ριζικά τα στοιχεία του παλαιότερου χώρου. Η διασκέδαση, η σχολή και ο ελεύθερος χρόνος αποκτούν νέα περιεχόμενα.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια δημιουργούνται οι χώροι των νέων επικοινωνιακών πρακτικών που έχουν σχέση με την πολιτική, την ανδρική κουλτούρα, την ταξική ή επαγγελματική ταυτότητα και τη διασκέδαση.

Έτσι εμφανίζεται η «αγορά» σαν νευραλγικό σημείο κάθε πόλης και μεγάλου χωριού. Σαν αγορά εννοούμε τον χώρο της συνάντησης και της δημόσιας συνεύρεσης. Εδώ γίνονται οι ανταλλαγές, οι οικονομικές πράξεις, οι δημόσιες θρησκευτικές, κοσμικές ή πολιτικές τελετές. Εδώ διαμορφώνονται οι έννοιες του κέντρου και του κεντρικού χώρου. Το «κέντρο» αυτό συχνά δεν έχει τη μορφή της κυκλικής ή πολυγωνικής πλατείας, που γύρω τους οργανώνονται και διατάσσονται οι εμπορικές, οι δημόσιες ή οι ιδιωτικές χρήσεις. Η αγορά είναι συχνότερα ένας δρόμος, ένα σταυροδρόμι, ένα πέρασμα, που διασχίζει τον κατοικημένο χώρο και τον οροθετεί, διαμορφώνει τους άξονες προσανατολισμού του, οργανώνει τις βασικές του διαδρομές και δίνει νόημα στον συμβολικό του χάρτη.1

Το Αυλωνάρι σαν κεφαλοχώρι μιας ευρύτερης περιοχής μονοπωλούσε αυτή την εποχή το εμπόριο. Κόσμος πολύς έφθανε καθημερινά από τα γύρω χωριά με άλογα κυρίως και μουλάρια, να προμηθευτεί τα απαραίτητα για το σπίτι, αλλά και να πουλήσει αυτά που παρήγαγε. Η αγορά του διαμορφώνεται με τον καιρό στο κεντρικό δρόμο που ξεκινά από τη συνοικία της Γούβας και φθάνει μέχρι την κεντρική πλατεία. Εδώ γίνονται τώρα οι οικονομικές πράξεις, εδώ εμφανίζονται σιγά-σιγά τα καφενεία, τα μπακάλικα, τα ραφτάδικα, τα κουρεία, τα χασάπικα, τα τσαγκαράδικα. Τα θορυβώδη μαγαζιά, όπως τα σιδεράδικα ή τα μαραγκούδικα μπορούν να είναι και πιο απόμερα.

Τα καφενεία

Τα καφενεία αποτελούν τα κατ’ εξοχήν μαγαζιά της αγοράς. Αποτελούν μέρος της, είναι χώρος του βλέμματος, της διερεύνησης, της εμφάνισης, αλλά και της αποφυγής. Πηγαίνουμε για να δούμε και για να ειδωθούμε. Είναι οι χώροι που μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε, να παρακολουθούμε και να κατανοούμε τους αδιόρατους, συχνά, κυματισμούς των μικρογεγονότων και των καταστάσεων που συνιστούν την καθημερινότητα, στη κλίμακα του τόπου.

Το καφενείο είναι κατ’ εξοχήν ανδρικός χώρος, όπως το σπίτι είναι γυναικείος. Με την διαφορά ότι σε αντίθεση με το σπίτι, όπου οι γυναίκες διαβιούν ορισμένες ώρες της ημέρας και της νύχτας, στο καφενείο οι γυναίκες δεν μπαίνουν σχεδόν ποτέ.

Το καφενείο συμμετέχει στη συγκρότηση του δημόσιου χώρου. Δεν είναι ποτέ μόνο του και κατ’ αρχήν κάνει διάλογο με τα υπόλοιπα καφενεία. Πλάι του ή κοντά του υπάρχουν άλλα καφενεία και μαγαζιά. Είναι ο χώρος που λειτουργεί ένα μεγάλο μέρος του εικοσιτετραώρου αλλάζοντας πελατεία και χρήσεις. Το πρωί σερβίρει καφέ, τσάι και άλλα αφεψήματα, πριν το μεσημέρι, το κολατσιό, με ούζο και ποτό. Το απόγευμα καφέ και το βράδυ πάλι ούζο και κρασί. Ενδιάμεσα το τάβλι, η χαρτοπαιξία, η ανάγνωση της εφημερίδας, η ραδιοακρόαση και σήμερα η τηλοψία. Στις γιορτές και τα πανηγύρια, το καφενείο γίνεται ο χώρος του γλεντιού, του χορού, της διασκέδασης.

Στο Αυλωνάρι τα καφενεία είναι πολλά στον αριθμό. Σε μια στατιστική του 1905-1906 των χωριών και των πόλεων που δημοσίευσε η εφημερίδα «Εύριπος» (αρ. φύλλου 2072, 28 Νοεμβρίου 1909), σχετικά με τα οινοπνευματοπωλεία που αναλογούν σε πληθυσμό χιλίων κατοίκων, το Αυλωνάρι κατέχει την πρώτη θέση σε όλη την Εύβοια με 21 οινοπνευματοπωλεία έχει μάλιστα και το πανελλήνιο ρεκόρ. Μόνον η Άνδρος το ανταγωνίζεται με 21 επίσης οινοπνευματοπωλεία.

Νομίζω όμως ότι καλύτερο είναι να αναφερθώ ονομαστικά και χωροταξικά στα καφενεία του Αυλωναρίου και να προσπαθήσω να τα περιγράψω «ζώντα» με τους θαμώνες τους και τις διάφορες άλλες εκδηλώσεις τους. Σίγουρα κάποιους θα αδικήσω αλλά πιστεύω πως γίνεται μια αρχή ώστε στη συνέχεια και άλλοι να μπορέσουν να προσθέσουν τις δικές τους μαρτυρίες. Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν αναφορές και σε άλλους επαγγελματίες έτσι ώστε να υπάρχει μια συνολική εικόνα της αγοράς Αυλωναρίου.

Τα καφενεία αρχίζοντας από την πάνω γειτονιά ήταν τα εξής:

1) Του Χρήστου Ποθητάκη (Χρύσαρη) εκεί που βρίσκεται σήμερα το καφενείο-ταβέρνα του Γιάγκου Ζέρβα. Μια περίοδο είχε αρκετή κίνηση, ιδίως όταν πέρασε στο γιο του Παναγιώτη Ποθητάκη. Εδώ παίζανε χαρτιά προπολεμικά ο γιατρός ο Μπαλάφας, ο βουλευτής Απόστολος Αποστολίδης, ο συμβολαιογράφος Αριστείδης Ζησίου και άλλοι απλοί άνθρωποι του χωριού. Διηγούνται ότι όταν ερχόταν κάποιος επώνυμος στο καφενείο, έτρεχε ο Παναγιώτης Ποθητάκης στα σπίτια των φίλων του για να τους ειδοποιήσει να έρθουν και εκείνοι. Τις χρονιάρες μέρες που παίζανε με λεφτά τους κατέβαζε από την κλαβανή στο πατάρι του υπογείου για να μη δίνουν στόχο. Εκτός από καφενείο λειτουργούσε και σαν κρασοπωλείο αφού είχε βαρέλια κρασί στο υπόγειο. Στη συνέχεια το πήρε ο γιος του Χρήστος (Τσίμπλης) και όταν παντρεύτηκε έκανε δική του ταβέρνα εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Κώστα Σταματίου και το καφενείο το συνέχισε ο αδελφός του Αριστείδης (Χαρούμενος).

2) Του Τάσου Ποθητάκη (Τασόμπεη) ακριβώς δίπλα από το προηγούμενο, τα χωρίζει ένα τσατί. Συγκέντρωνε κόσμο από τη γειτονιά και το πάνω Αυλωνάρι και είχε αρκετή κίνηση από το πρωί ως το βράδυ. Και εδώ έπαιζαν χαρτιά κυρίως κολιτσίνα και πρέφα. Γινόντουσαν και γλέντια κυρίως τη γιορτή του Αγίου Νικολάου που γιόρταζε το χωριό καθώς και χοροεσπερίδες. Υπήρχε και εδώ κλαβανή και πατάρι όταν έπαιζαν χαρτιά με λεφτά. Στη συνέχεια το καφενείο πέρασε στο γιο του Γεώργιο Ποθητάκη και το συνέχισε μέχρι τις μέρες μας ο γιος του Γεώργιου, Τάσος Ποθητάκης (Τασουλάκος). Συνάμα με το καφενείο λειτουργούσαν και κηροπλαστείο στο ακριβώς απέναντι ισόγειο, προμηθεύοντας με κεριά κυρίως την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Τα τελευταία χρόνια οι πελάτες ήταν νεαροί (η νεολαία του χωριού) και μόνιμος πελάτης ο αξέχαστος και γραφικός θείος Μάνος (Μανώλης Ξυράφης). Σήμερα την ιστορία του συνεχίζει σαν ταβέρνα πλέον με μαγειρευτά φαγητά ο Νίκος Αϊδίνης.

3) Του Χρήστου Παππά (Πλίζου) λίγα μέτρα πιο κάτω από το προηγούμενο. Ήταν μικρότερο καφενείο και εδώ μαζεύονταν κυρίως μαστόροι και αγρότες. Διηγούνται ότι όταν έπιναν κρασί οι παρέες φώναζαν τον μαγαζάτορα «Χρήστο, έλα να πιεις ένα μικρό». Εκείνος όμως δεν πήγαινε γιατί θα ήταν υποχρεωμένος να βάλει και ο ίδιος το ψιλιάτικο (κέρασμα) και κάθε τόσο έσκυβε πίσω από τον πάγκο, γέμιζε το ποτήρι από τη μπουκάλα και έπινε μόνος του. Το καφενείο πρέπει να έκλεισε το 1962.

4) Του Γιάννη Τζώρτζη (Καρυστινού), στη θέση που είναι σήμερα το σπίτι του εγγονού του Γιάννη Τζώρτζη (Μπαντάκου). Ήταν μεγάλο καφενείο και όταν μεγάλωσαν τα παιδιά του Παναγιώτης και Ποστόλης το χώρισαν και έγιναν δύο καφενεία. Ο Ποστόλης το κράτησε λίγο καιρό γιατί πέθανε νέος. Το καφενείο του Παναγιώτη (Μπουντάκος) συγκέντρωνε Αυλωναρίτες, αλλά και Αχλαδεριώτες και Οκτωνιάτες που έφθαναν στο Αυλωνάρι για δουλειές. Εδώ γινόντουσαν και οι δημοπρασίες, με ντελάλη το γέρο Στρέη. Ντελάλιζε ο γέρο Στρέης ότι του έλεγε ο συμβολαιογράφος «σήμερα στο Αυλωνάρι και στο συνήθη τόπο των δημοπρασιών, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αυλώνος Ζησίου Αριστείδη και του νομικού αντιπροσώπου της μονής…», αλλά παράκουγε ο γέρο Στρέης και έλεγε «…και νομίμως να πληρωθούν».

Σε τούτο το καφενείο ερχόταν και ο Καρυστινός βουλευτής Γιάννης Μπουρνιάς για να μιλήσει προεκλογικά και ο μαγαζάτορας του έφτιαξε κοτσύφια και τσίχλες, εδώ ερχόταν και ο Βογιατζής και οι πολιτικοί αντίπαλοι έκαναν διάφορες δολιοφθορές, πατσαβούρα στο χωνί της σόμπας για να γεμίσει ο χώρος καπνό, εδώ μιλούσαν οι υποψήφιοι πρόεδροι για τις κοινοτικές εκλογές.

Το καφενείο του συνέχισε ο γιος του Παναγιώτη Τζώρτζη Γιάννης και συνηθισμένοι πελάτες στα χρόνια του ήταν ο Βαγγελινός Φραγκούλης, ο Μητσαρέλος (Δημ. Φραγκούλης), ο Παναγιώτης Γκιζελής, ο Καταρτζής (Τάσος Δήμου) και έπαιζαν κολιτσίνα ή ξερή κάθε βράδυ. Ο Γιάννης Τζώρτζης χώρισε ένα χώρο του καφενείου και έκανε και περίπτερο και στα χρόνια του σχολείου μας προμήθευε ο γιος του Τάκης με τα «περίφημα» τσιγάρα κούτας Ματσάγγου. Τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες έβγαζε τραπέζια στη μικρή πλατεία που πήρε έτσι και το παρατσούκλι του (πλατεία Μπαντάκου). Το καφενείο έκλεισε το 1973.

5) Τον Βασίλη Τζώρτζη (Μπαρμπέρη) ήταν η συνέχεια του καφενείου του πατέρα του Ποστόλη που πέθανε νέος. Άνοιξε τη δεκαετία του 1960 και λειτουργούσε στον ίδιο χώρο και κουρείο. Στα μαθητικά μου χρόνια μαζευόμαστε τα παιδιά να ακούσομε τραγούδια από το τζουκ-μποξ, ενώ τα βράδια οι πελάτες του έπιναν κρασί και έτρωγαν μεζέδες που έψηνε στη σόμπα η γυναίκα του Βασίλη, Κούλα.

6) Το καφενείο του Λεωνίδα Τζώρτζη (Μποσμπόκου) και κολλητά το καφενείο του αδελφού του Νικόλαου Τζώρτζη (Μπουλούκου) ακριβώς εκεί που βρίσκεται σήμερα η κατοικία του καπετάνιου Λεωνίδα Τζώρτζη. Ήταν δύο στενόμακρα καφενεία και παρ’ ότι ήταν αδέλφια είχαν αντιζηλία. Διηγούνται ότι το πρωί που ξυπνούσε ο πρώτος ανέβαινε πάνω στο μαγαζί βγάζοντας τα παπούτσια για να μην ακούσει ο άλλος, ώστε να πιάσει τους πρωινούς πελάτες. Ο κόσμος που σύχναζε και στα δύο συνηθισμένος, κυρίως από τη γειτονιά. Του Λεωνίδα Τζώρτζη το συνέχισε ο γιος του Βέλιος, που ήταν ταυτόχρονο και καφετζής και κουρέας, μέχρι που έγινε γραμματικός στη κοινότητα Αυλωναρίου και το έκλεισε, ενώ του Νικολάου Τζώρτζη το πήρε προίκα ο γαμπρός του Γεώργιος Αλεξίου και το έκανε τσαγκαράδικο.

7) Του Απόστολου Τζώρτζη (Στασούλη) ακριβώς δίπλα από τα προηγούμενα καφενεία. Ήταν μεγάλο καφενείο και λειτουργούσε ταυτόχρονα και σαν κουρείο. Το συνέχισε μέχρι τα τελευταία χρόνια ο γιος του Τάσος, που ήταν επίσης κουρέας. Τακτικοί πελάτες ο Μηνάς, ο Γαλόγιαννης, ο μπάρμπα Αντρέας, που έπιναν το κρασί σαν νερό και μεις παιδιά μαζευόμαστε απ’ έξω να τους πειράξομε.

8) Του Γεωργίου Διονέλλη ένα μικρό καφενείο-κρασοπωλείο στη συνέχεια του προηγούμενου. Διηγούνται την εξής ωραία ιστορία. Ο κυρ Γιώργης κάθε πρωί που άνοιγε το καφενείο του πήγαινε ακριβώς απέναντι που είχε μαγαζί με τσιγάρα και σταμνιά ο Ντερλακόμητσος. Του έδινε μία δραχμή και αγόραζε τέσσερα τσιγάρα. Με την ίδια δραχμή ο Ντερλακόμητσος πήγαινε στο κρασοπωλείο του Διονέλλη και έπινε ένα νεροπότηρο κρασί. Το ίδιο συνεχιζόταν όλη την ημέρα και για πολλά χρόνια. Το καφενείο αυτό πρέπει να έκλεισε μετά την Κατοχή.

9) Του Δημήτρη Παπαγεωργίου (Καλαμούκη) στη δεκαετία του 1920 στο ισόγειο του νεοκλασικού του Κοέν (Ποθητάκη). Ήταν το μεγαλύτερο καφενείο του Αυλωναρίου και ο Καλαμούκης το πήρε από τον Καράπα Γεώργιο (Γιώτας), ο οποίος το είχε ανακαινίσει με καινούργια ξύλινη επίπλωση και το είχε κάνει πραγματικά αρχοντικό καφενείο. Όλοι οι γάμοι, οι χοροί, οι τελετές, οι αποκριάτικες χοροεσπερίδες γινόντουσαν εδώ. Οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι μεγαλόσχημοι της εποχής* εδώ έπιναν τον καφέ τους.** Όμως δεν άντεξε για πολύ. Το κτίριο το αγόρασε από τον Κοέν ο Ζέρβας Νικόλαος (Βαρελάς) και το έδωσε στο γαμπρό του τον Ευτύχιο Χρυσοστάλη και άνοιξε στον ίδιο χώρο φαρμακείο.

• Οι ηλικιωμένοι, οι σοβαροί, οι νοικοκυραίοι.

• Για τους νεαρούς δεν υπήρχε εδώ θέση, ούτε αισθάνονταν άνετα πλάι στους μεγάλους.

10) Του Ιωάννη Μακρυνικόλα (Ελληνόγιαννη), εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του. Άνοιξε τη δεκαετία του 1960 και είχε μικρή κίνηση.

11) Του Ιωάννη Καγκέλη (Τουλόγιαννη), απέναντι από το σημερινό σούπερ-μάρκετ του Παναγιώτη Παναγιώτου (Τζαβάρα). Είχε μεγάλη αίθουσα και σύγχρονο καφενείο. Έφερε μάλιστα το πρώτο ραδιόφωνο στο Αυλωνάρι και εδώ άκουγαν στην Κατοχή τις ειδήσεις από το σταθμό του Λονδίνου. Εδώ έβγαζαν τώρα τους λόγους τους, οι υποψήφιοι βουλευτές μετά το 1950, εδώ γινόντουσαν τώρα τα γλέντια και οι χοροί, ενώ στη ταράτσα του οι καλοκαιρινές κινηματογραφικές προβολές από τους πλανόδιους κινηματογραφιστές. Τη δεκαετία του 1960 στον ίδιο χώρο έγινε το ταχυδρομείο Αυλωναρίου, οπότε ο Τουλόγιαννης μετέφερε το καφενείο του στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας όπου στη συνέχεια το μετέτρεψε σε παντοπωλείο.

12) Του Ιωάννη Ποθητάκη (Κουβαρντόγιαννη) στη πλατεία του Γιαννίκου. Ξεκίνησε από πολύ μικρό καφενείο και εδώ σύχναζαν Αυλωναρίτες και περαστικοί. Τα καλοκαίρια έβγαζε τραπεζάκια στη πλατεία. Το συνέχισε ο γιος του Μήτσος αφού το ανακαίνισε και το μετέτρεψε σε καφενείο-ταβέρνα-γλυκοπωλείο, αφού κυρίως τα καλοκαίρια σερβίριζε πλέον στην πλατεία σουβλάκια, ουζομεζέδες, γλυκά. Μετά το θάνατό του πέρασε στο γιο του Γιάννη και συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας να αποτελεί το κεντρικό καφενείο του Αυλωναρίου.

13) Του Αναστάσιου Χροναίου, επίσης στην κεντρική πλατεία ήταν καφενείο που σύχναζαν κυρίως ηλικιωμένα άτομα που έπαιζαν τάβλι και χαρτιά. Έκλεισε στο τέλος της δεκαετίας του 1980.

Παντοπωλεία

Απαραίτητο κατάστημα κάθε τόπου και κάθε εποχής είναι το παντοπωλείο, το μπακάλικο, το μαγαζί των τροφίμων. Στο Αυλωνάρι υπήρχαν πολλά μικρά και μεγάλα μπακάλικα, που ικανοποιήσουν τις ανάγκες του χωριού, αλλά και πολλών κατοίκων των γύρω χωριών. Με τον καιρό και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια τα περισσότερα έκλεισαν και έδωσαν τη θέση τους σε τρία συγκροτήματα σούπερ μάρκετ. Αρχίζομε την περιγραφή των μπακάλικων από τη γειτονιά της Γούβας.

1) Του Νικολάου Γκιζελή (Μέντη). Βρισκόταν στα όρια της συνοικίας της Γούβας μετά το σιδηρουργείο του Κολιάρα. Ήταν μικρό μπακάλικο, είχε λίγα απ’ όλα. Τον κάθε πελάτη ο Μέντης τον κερνούσε πάντοτε ένα ποτήρι κρασί από το βαρέλι που είχε στο μαγαζί του. Πρέπει να λειτούργησε από τις αρχές του 1900 μέχρι που γέρασε ο Μέντης και πέρασε στη συνέχεια στο γιο του τον Σοφοκλή για λίγα χρόνια μέχρι που αυτός έφυγε μετανάστης στην Αμερική περίπου το 1930, οπότε και έκλεισε.

2) Του Γεώργιου Χροναίου (Μπούλερη), δίπλα ακριβώς στο καφενείο του Τάσου Ποθητάκη. Από πάνω ήταν το σπίτι του. Ήταν μεγάλο παντοπωλείο για την εποχή του (1920) και είχε απ’ όλα τα είδη μπακαλικής. Είχε πολλά τσουβάλια με αλεύρι, ζάχαρη, φακές, φασόλια, τακτοποιημένα στη σειρά. Σε μια γωνία είχε τόπια με υφάσματα και έφτιαχνε πάντοτε καλύβα στο παζάρι των Χανίων. Το μαγαζί το είχε ο πατέρας του ο γέρο Μπούλερης (Παναγιώτης Χροναίος) και το πήρε ο Γιώργης. Είχε συναλλαγές με Πειραιά, Κωνσταντινούπολη, Σύρο και πούλαγε επίσης μπογιές και χρώματα. Έκλεισε το 1950 όταν γέρασε ο Γιώργης.

3) Του Δημοσθένη Κατσίκα (Μεάδεια). Βρισκόταν στο ισόγειο της Αγγελικής Παππά (Γκικώς). Λειτούργησε λίγα χρόνια από το 1958 μέχρι το 1964. Πριν στο ίδιο χώρο υπήρχαν το ραφείο του Παναγιώτη Μακρυνικόλα (Τσότσονα) και το τσαγκαράδικο του Κώστα Μαρούλη (Γιούβρου). Είχε απ’ όλα τα είδη μπακαλικής.

4) Του Γιώργου Κοτρόζου (Ασοτρίο). Στο ισόγειο του Ντερλακόμητσου. Άνοιξε το 1961 και εκτός από τα είδη μπακαλικής είχε όλα τα είδη σπορικών. Το 1968 μεταφέρθηκε πιο κάτω στο ισόγειο του Τάσου Παπανικολάου (Μπουρδούση) για 45 χρόνια και στη συνέχεια όταν έκλεισε το παντοπωλείο του Βασίλη Γιαννακού (Γκαρίλου) μεταφέρθηκε εδώ και εμπλουτίστηκε με είδη δώρων και ρούχα μέχρι που έκλεισε.

5) Του Τάσου Ποθητάκη εκεί που βρίσκεται σήμερα το δημαρχείο Αυλώνος. Πουλούσε μόνο αλεύρι και πίτουρα και έκλεισε το 1940 και το κτίριο δωρίστηκε στη κοινότητα Αυλωναρίου και την εκκλησία από την γυναίκα του Τάσου, Μαρία.

6) Του Ποθητάκη Ευάγγελου (Βαγγέλαρου). Βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το προηγούμενο μαγαζί. Ήταν μεγάλο παντοπωλείο. Μπροστά είχε τα είδη μπακαλικής, στην ανατολική πλευρά είχε ράφια με υφάσματα, ενώ στο βάθος είχε μεγάλα βαρέλια με κρασί. Λειτουργούσε από τις αρχές του 1900 και στη συνέχεια πέρασε στο γιο του Χρήστο Ποθητάκη (Σουρέλο). Είχε πελάτες από όλα τα χωριά της περιφέρειας Αυλωναρίου. Τις καλοκαιρινές μέρες ο Σουρέλος έβγαζε ένα τραπέζι στο παλύσκαλο και μαζευόντουσαν ο Βρόντος, ο Πλαστήρας, ο Μητσόμεντης κι ο Λαθούρας και τα έπιναν. Έκλεισε το 1966 με το θάνατο του Σουρέλου.

7) Του Νικόλαου Παππά (Κουραμπιές). Ξεκίνησε στις αρχές του 1920 στο ισόγειο του Νικόλαου Ζέρβα (Βαρελά) εκεί που σήμερα βρίσκονται οι οικονομικές υπηρεσίες του δήμου Αυλώνος. Ήταν μεγάλο μπακάλικο και είχε απ’ όλα τα είδη, ενώ έκανε και εμπόριο λαδιού. Ήταν επίσης ανταποκριτής της Τράπεζας Αθηνών. Είχε σταθερή πελατεία αφού ήταν πάντοτε γεμάτο εμπορεύματα. Έξω από του Κουραμπιέ το μαγαζί στα στρογγυλά σκαλοπάτια κάθονταν ηλικιωμένοι και σοβαροί άνθρωποι, κουβεντιάζοντας τα γεγονότα της εποχής, πολέμους, εκλογές, εκστρατείες κλπ. Το μαγαζί το πήρε ο ανεψιός του Βασίλης Γιαννακός (Γκαρίλος) και το διατήρησε αρκετά χρόνια. Τελευταία πουλούσε και ηλεκτρικά είδη, τηλεοράσεις, ψυγεία, πετρογκάζ. Έκλεισε το 1979.

8) Του Νικόλαου Παναγιώτου (Ποδάρα). Ήταν μικρό μπακάλικο εκεί που σήμερα είναι το σούπερ μάρκετ του Παναγιώτου. Είχε απ’ όλα τα είδη της μπακαλικής και ειδικότερα κυρίως στα αλμυρά (χαψιά, σαρδέλες, ρέγκες, βακαλάο, λακέρδα). Εάν ήθελες αλμυρά πήγαινες εδώ. Επίσης είχε και κρασί για να κερνάει κανέναν φίλο. Στη συνέχεια το πήρε ο ανεψιός του Παναγιώτης, το επέκτεινε και το εμπλούτισε για να γίνει σήμερα ένα σύγχρονο σούπερ μάρκετ.

9) Του Ιωάννη Κούκη. Άνοιξε το 1923 με νήματα και χρώματα, ενώ λειτουργούσε και σαν βαφείο, στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το σούπερ μάρκετ του Κούκη. Μετά το θάνατό του το πήρε ο γιος του Νίκος και το έκανε σύγχρονο παντοπωλείο με όλα τα είδη μπακαλικής, καθώς και πρατήριο με πορτοκαλάδες, λεμονάδες, μπύρες κλπ. για να εξελιχθεί στις μέρες μας σε σούπερ μάρκετ.

10) Του Γιάννη Αποστολίδη, ακριβώς στη γωνία της κεντρικής πλατείας εκεί που σήμερα είναι το καφενείο του Δημήτρη Μορίνου (Μητσάκη). Ήταν μεγάλο μπακάλικο με όλα τα είδη, καθώς και παιχνίδια και δώρα γι’ αυτό είχε εκλεκτή πελατεία τα παιδιά. Εδώ υπήρχε επίσης η αντιπροσωπεία των τσιγάρων Παπαστράτος, καθώς και τμήμα με κλωστές κεντήματος. Άνοιξε μετά την Κατοχή και έκλεισε την δεκαετία του 1980.

11) Του Γιάννη Καγκέλη (Τουλόγιαννη), επίσης στη δυτική πλευρά της πλατείας. Λειτούργησε αρχικά σαν καφενείο για να γίνει στη συνέχεια μπακάλικο. Έκλεισε αρχές της δεκαετίας του 1980.

12) Του Χαράλαμπου Γλυκού. Είναι καινούργιο παντοπωλείο - σούπερ μάρκετ, που άνοιξε αρχές του 1990, λίγο πιο κάτω από το Δημοτικό Σχολείο. Εξυπηρετεί κυρίως τις κάτω γειτονιές του Αυλωναρίου.

13) Του Αναστάσιου Κατσίκα. Μικρό παντοπωλείο που άνοιξε το 1966 στη διασταύρωση του δρόμου Αυλωναρίου-Χάνια με το Πυργί. Στον ίδιο χώρο λειτουργούσε και τσαγκαράδικο. Εξυπηρετούσε την γειτονιά των Αλωνίων και έκλεισε στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Σήμερα στον ίδιο χώρο λειτουργεί καφετέρια.

Τσαγκαράδικα

Από τους σημαντικότερους κλάδους της επαγγελματικής και βιοτεχνικής εποχής των πρώτων πενήντα χρόνων του 20ου αιώνα ήταν τα τσαγκαράδικα. Την εποχή αυτή τα παπούτσια ήταν όλα χειροποίητα. Φτιαχνόντουσαν «επί παραγγελία», με μέτρα στον τσαγκάρη που είχε ο καθένας. Στον τσαγκάρη που ήξερε τα πόδια του και του τα πετύχαινε ή που του είχε εμπιστοσύνη γιατί του τα έφτιαχνε και κομψά και γερά. Κανένας δεν σκεφτόταν να πάει στην πόλη να αγοράσει παπούτσια, ούτε ερχόντουσαν από την πόλη παπούτσια στο χωριό.

Το Αυλωνάρι, μεγάλη κωμόπολη τότε, με πολλά χωριά γύρω της είχε πολλά και οργανωμένα τσαγκαράδικα. Σε πολλά απ’ αυτά ερχόντουσαν παιδιά να μάθουν την τέχνη και να βγάλουν ένα μικρό μεροκάματο από όλα τα χωριά, ώστε όταν μεγαλώσουν να ανοίξουν και κείνα το δικό τους μαγαζί. Το βράδυ είτε γύριζαν στο χωριό τους, είτε έμεναν σε σπίτια στο Αυλωνάρι. Από τα τσαγκαράδικα του Αυλωναρίου τα μεγαλύτερα και πιο οργανωμένα κατέβαιναν και έστηναν καλύβες στο ετήσιο παζάρι των Χανίων, αυξάνοντας έτσι τον τζίρο τους.

Τα τσαγκαράδικα της εποχής ήταν πολλά και κατά καιρούς διάφορα. Άλλα κλείνανε και άλλα ανοίγανε. Θα αναφέρω αυτά που κατόρθωσα να μαζέψω από διηγήσεις. Μπορεί και κάποια να έχω ξεχάσει.

1) Του Τάσου Κυριαζή (γιος της Κατσαβίνας). Είχε μικρό τσαγκαράδικο στην αρχή του δρόμου για τη Γούβα. Λειτούργησε από το 1932 περίπου μέχρι τα χρόνια της Κατοχής όταν και πέθανε από φυματίωση. Κυρίως μπάλωνε παπούτσια.

2) Του Παναγιώτη Παππά (Πάγκο). Είχε μαγαζιά σε διάφορα μέρη της Αγοράς. Ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από το ισόγειο της σημερινής ιδιοκτησίας του Νίκου Μακρυνικόλα απέναντι ακριβώς από το καφενείο του Τάσου Ποθητάκη. Στη συνέχεια ήρθε το 1962 στο ισόγειο της και όταν παντρεύτηκε άνοιξε μαγαζί στην κεντρική πλατεία που το διατήρησε πολλά χρόνια, ενώ σήμερα είναι το πρακτορείο εφημερίδων και περιοδικών. Ήταν καλός μάστορας στη κατασκευή καινούργιων παπουτσιών.

3) Του Μανώλη Βαλαγιαννόπουλου (Νταλίπη), δίπλα από το σπίτι-εμπορικό του Γιώργη Χροναίου (Μπούλφη). Το διατήρησε 5-6 χρόνια στην αρχή της δεκαετίας του 1950 μέχρι που παντρεύτηκε και έφυγε από το Αυλωνάρι.

4) Του Κώστα Μαρούλη (Γιάβρου), στο ισόγειο της Αγγελικής Παππά (Γκικώς). Είχε την επωνυμία «Το Στέρεο» και το λειτούργησε από το 1930 μέχρι το 1950. Δίπλα του είχε ραφτάδικο ο Τσότσονας και αφού δούλευαν από καμιά ώρα στη συνέχεια τα έπιναν στο καπηλειό του Πλίζου και του Σουρέλου. Ήταν καλός μάστορης στα καινούργια παπούτσια που κατασκεύαζε.

5) Του Γιάννη Φόρα στο σπίτι της Μανάκως στη Κατηφόρα προς τον Κάναλη. Ο Φόρας είχε έρθει στο Αυλωνάρι απ’ την Κύμη στη Κατοχή και κάθισε σχεδόν μέχρι το 1960 όπου και ξαναγύρισε στην Κύμη.

6) Του Νικόλαου Κωνστάνιου (Κολιομαθέ), στο ισόγειο της Κατερίνας Παππά (Σίνας). Το άνοιξε αμέσως μετά την Κατοχή και το κράτησε μέχρι τη δεκαετία του 1970. Στο τέλος έφερε και έτοιμα παπούτσια από τη Χαλκίδα και την Αθήνα.

7) Του Δημήτριου Κωνστάντιου (γέρο-Μαθέ), στο ισόγειο του Τζώρτζη Απόστολου στη πλατεία του Μπαντάκου. Ήταν παλιό μαγαζί πριν το 1930 και ήταν καλός μάστορης. Εδώ έμαθε την τέχνη ο γιος του Νίκος.

8) Του Γιώργη Χροναίου (Τζιτζή). Είχε το μαγαζί στο σπίτι του (σημερινή ιδιοκτησία του γιου του Γιάννη). Δούλεψε πριν την Κατοχή μέχρι το θάνατό του το 1969. Ήταν καλός μάστορης, εργατικός και είχε πελάτες από όλα τα χωριά της περιφέρειας. Κοντά του έμαθαν τη δουλειά, ο Λουκιανός Διονέλλης, ο Γιωργόλεκας, ο Κώστας Χαρμαντάς, ο Κώστας Λαθούρας, ο Παναγιώτης Κελεφούρας από το Λοφίσκο και άλλοι. Τα τελευταία χρόνια έφερε κι αυτός έτοιμα παπούτσια.

9) Του Ζαφείρη Μακρυνικόλα (Λογκαρά), εκεί που βρίσκεται σήμερα ο δήμος Αυλώνος. Έβαζε κυρίως σόλες, ενώ ήταν καλός τεχνίτης στις λιμαριές για τα ζώα. Λειτούργησε από το 1930 μέχρι περίπου το 1950.

10) Του Μήτσου Κωνστάντιου, στο ισόγειο του σπιτιού του (σημερινή ιδιοκτησία Μίμη Παπαγεωργίου). Ήταν από τα παλαιότερα τσαγκαράδικα του Αυλωναρίου και λειτούργησε μέχρι την Κατοχή. Είχε ταυτόχρονα τρεις και τέσσερις καλφάδες (βοηθούς) γιατί είχε πολύ δουλειά. Παραμονές των μεγάλων γιορτών, Χριστουγέννων και Πάσχα, τότε που όλοι σχεδόν έπρεπε να φορέσουν καινούργια παπούτσια, το μαγαζί δούλευε μέρα-νύχτα. Είχε πελάτες από όλα τα χωριά.

11) Του Κωνσταντίνου Φωκίτη (Κωτσατσόπη). Είχε μαγαζί στο σπίτι του στο στενό του Ασέρ από το 1930 μέχρι το 1950 περίπου που πέθανε. Συνήθως φόλιαζε παπούτσια και είχε βοηθούς τον αδελφό του Λεωνίδα (Στραβολαίμη) και τον Παπαθανασίου Γεώργιο (Παπακαλομοίρη).

12) Του Γεώργιου Παππά (Γιάνναρου). Στον ίδιο χώρο που έχει και σήμερα υποδηματοποιείο η κόρη του. Ήταν καλός μάστορης και έμαθε την τέχνη στον πατέρα του που είχε κι αυτός τσαγκαράδικο στον ίδιο χώρο. Τα τελευταία χρόνια έφερε κι αυτός έτοιμα παπούτσια.

13) Του Γιάννη Δήμου (Τσακαντά), στην αρχή του δρόμου για τον Πόρο. Ήταν εργατικός και το διατήρησε μέχρι το θάνατό του, στα μέσα της δεκαετίας του 1960.

14) Τον Διομήδη Ζέρβα. Ήταν παλιό και μεγάλο μαγαζί περίπου από το 1900 μέχρι το 1935, στο στενό του Αυστριακού. Εδώ έμαθαν την τέχνη δεκάδες καλφάδες του Αυλωναρίου (Γιάβρος, Τσακαντάς, Τζίτζης κ.ά.).

Ραφτάδικα

Ραφτάδικα υπήρχαν αρκετά και καλά στο Αυλωνάρι. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα ρούχα, σακάκια ή παντελόνια φτιαχνόντουσαν «επί παραγγελία» από το ράφτη που είχε ο καθένας. Οι γυναίκες πάλι είχαν τις μοδίστρες για τα δικά τους ρούχα και οι οποίες είχαν το μοδιστράδικο συνήθως στο σπίτι τους σε αντίθεση με τους ραφτάδες που είχαν κανονικό μαγαζί. Ετοιματζίδικα ρούχα δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή και η Χαλκίδα ή η Αθήνα που διέθεταν ήταν μακριά. Δουλειά αρκετή είχαν οι ραφτάδες παραμονές Χριστουγέννων ή Πάσχα που ο κόσμος ετοίμαζε καινούργια κουστούμια για «να βάλει» όπως λέγανε «τα καλά τους».

Αρχίζοντας από το πάνω χωριό τα ραφτάδικα ήταν:

1) Του Βασίλη Ματσίνου, δίπλα στο Πύργο. Δούλεψε από το 1930 μέχρι το 1943 περίπου όταν πέθανε από την πείνα της Κατοχής. Το ραφτάδικο το είχε στο σπίτι του και έραβε συνήθως παντελόνια ή σακάκια.

2) Του Βαγγέλη Μακρυνικόλα. Είχε μαγαζί λίγο μετά το καφενείο του Τασουλάκου και δούλεψε από το 1960 μέχρι το 1998. Είχε πελατεία από όλα τα γύρω χωριά καθώς και από Αυλωναρίτες της Αθήνας, αφού ήταν «μοντέρνος» ράφτης και είχε δικά του υφάσματα. Βοηθούς είχε τον Τάσο Μακρυνικόλα (Τασούρα) και τη γυναίκα του Νεφέλη.

3) Της Φαλιάς Κυριαζή. Είχε μοδιστράδικο δίπλα στο Νικοΐτσα από το 1930 μέχρι τα χρόνια της Κατοχής, οπότε και παντρεύτηκε και έφυγε για την Αμερική.

4) Του Παναγιώτη Μακρυνικόλα (Τσότσουας). Το μαγαζί του το είχε στο ισόγειο της Αγγελικής Παππά (Γκικώς). Δούλεψε πριν την Κατοχή μέχρι περίπου το 1955 και στη συνέχεια πήγε στο σπίτι του, κάτω από τον Άγιο Νικόλαο για αρκετά χρόνια.

5) Του Βασίλη Τσαχλή. Το ραφτάδικο το είχε στο Ζαφειράνη. Δούλεψε μετά την Κατοχή μέχρι περίπου το 1968. Είχε μεγάλο μαγαζί με πολλούς πελάτες κυρίως από την Αχλαδερή και είχε δικά του υφάσματα. Δούλεψαν εδώ κατά καιρούς διάφοροι, όπως ο Κώστας Γκιζελής (Κοτσαρίγκος), ο Μιχάλης Κυριαζής (Ντούσης) κ.ά.

6) Της Καλλιόπης Μακρυνικόλα. Είχε μοδιστράδικο πριν την Κατοχή στο σπίτι της.

7) Της Σταματούλας Ζησίου. Το μοδιστράδικο το είχε στο σπίτι της Μέλπως Ζησίου τη δεκαετία του 1960. Όταν παντρεύτηκε πήγε στη Χαλκίδα.

8) Του Αθανάσιου Χροναίου (Σούλη). Είχε ραφτάδικο στο ισόγειο της Βασιλικής Διονέλλη (Βέλενας) από τις αρχές του 1950 μέχρι το 1970. Ήταν καλός ράφτης με πολύ πελατεία. Μετά το 1970 πήρε και δούλεψε το διπλανό πρακτορείο εφημερίδων.

9) Του Γιάννη Γεωργιάδη (Γιαννόραφτης). Είχε μαγαζί στο ισόγειο του Νικολού Ζέρβα. Ξεκίνησε μετά την Κατοχή και δούλεψε για πολλά χρόνια. Πελάτες είχε από όλα τα χωριά.

10) Του Γιάννη Σταματίου (Γιαννάκος). Είχε ραφτάδικο στο ισόγειο του Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου [σημερινή ιδιοκτησία Γιάννη Μακρυνικόλα (Ελληνόγιαννη)]. Δούλεψε πριν από την Κατοχή μέχρι το 1965 όταν πέθανε. Στα χρόνια του ήταν καλό μαγαζί με πολύ πελατεία.

11) Οι αδελφές Χριστίνα, Γιούλα και Μαρία Γεωργιάδη. Είχαν μοδιστράδικο στο σπίτι τους από το 1935 μέχρι το 1955. Εδώ έμαθαν την τέχνη πολλές κοπέλες από το Αυλωνάρι. Όταν παντρεύτηκαν έφυγαν για την Αθήνα.

12) Του Χρήστου Γεωργιάδη. Είχε το παλιό ραφτάδικο από το 1910 περίπου. Εδώ έμαθαν την τέχνη όλοι οι μετέπειτα ραφτάδες του Αυλωναρίου. Το μαγαζί του το συνέχισε ο γιος του Γιώργης μέχρι το 1970, οπότε το έκλεισε και άνοιξε ταβέρνα-εστιατόριο.

13) Της Σταματούλας Σαμαρά. Η τελευταία ίσως οργανωμένη μοδίστρα του Αυλωναρίου. Έχει μέχρι σήμερα μοδιστράδικο στο σπίτι της.

Κρεοπωλεία

Είναι γνωστό ότι τα παλιά χρόνια ο κόσμος δεν έτρωγε κρέας όπως σήμερα. Τα κρεοπωλεία λοιπόν ήταν άγνωστα όχι μόνο στα χωριά, αλλά και τις πόλεις. Έσφαζαν ζώα μόνο στις μεγάλες γιορτές ή το πολύ μια φορά την εβδομάδα.

Εξάλλου ο κόσμος έτρεφε ζώα για το σπίτι του. Ο καθένας έκανε το κουμάντο του, για την οικογένειά του. Δεν θα πήγαινε να αγοράσει κρέας στο κρεοπωλείο. Γι’ αυτό και δεν υπήρχαν και στο Αυλωνάρι πολλά τέτοια καταστήματα. Και τα πρώτα χασάπικα που εμφανίστηκαν δεν είχαν παρά μόνο μια κρεμάλα. Αντίθετα υπήρχαν συγκεκριμένοι άνθρωποι που έσφαζαν ζώα. Ήθελες να σφάξεις το ζώο σου, φώναζες τον άνθρωπο που έκανε αυτή τη δουλειά. Αργότερα κάποιοι απ’ αυτούς άνοιξαν τα πρώτα χασάπικα. Και τι χασάπικα. Αφού δεν υπήρχαν ψυγεία για να διατηρήσουν το κρέας. Όταν σφαζόταν ένα ζώο, συνήθως Σάββατο, ο χασάπης είχε από τις προηγούμενες μέρες συνεννοηθεί με τους ανθρώπους που θα το πουλήσει. Κυρίως αυτούς που είχαν λίγα χρήματα. Καθηγητές, δασκάλοι, δικηγόροι ή γιατροί. Οι υπόλοιποι θα ψώνιζαν κρέας βερεσέ.

Παραθέτω παρακάτω τα ονόματα των κρεοπωλείων εκείνης της εποχής:

1) Δημήτρης Χροναίος (Ψήτας). Είχε το μαγαζί του στην αρχή της αγοράς δίπλα από το καφενείο του Ποθητάκη από το 1910 μέχρι το 1937. Πάντα είχε ένα ή δύο σφαχτά κρεμασμένα έξω στο δρόμο.

2) Ζαφείρης Παπαγεωργίου (Μπίτοκλης). Είχε μαγαζί απέναντι από το καφενείο του Τζώρτζη (Μπαντάκου). Και ο πατέρας του, ο Αναστάσιος Παπαγεωργίου, έκανε την ίδια δουλειά. Σήμα κατατεθέν του μαγαζιού του η λατέρνα, που την είχε για να διασκεδάζει τον κόσμο. Το χασάπικο το έκλεισε περίπου το 1965.

3) Δημήτρης Παπαγεωργίου (Ντερλακόμητσος). Ήταν αδέλφια με τον Ζαφείρη. Είχε κι αυτός χασάπικο κάτω από το σπίτι του για αρκετά χρόνια. Όταν το έκλεισε, πούλαγε τσιγάρα και σταμνιά.

4) Βασίλης Ζέρβας. Ήταν καλός χασάπης. Πέθανε στην Κατοχή. Το μαγαζί του το είχε στην κατηφόρα της αγοράς.

5) Παναγιώτης Σαμαράς. Άνοιξε μαγαζί στον ίδιο χώρο με τον Βασίλη Ζέρβα. Το διατήρησε μέχρι το 1965 περίπου.

6) Παύλος Χροναίος (Πατέτας). Ήταν το πρώτο σύγχρονο κρεοπωλείο, με ψυγείο και κρεατομηχανή, απέναντι από το φαρμακείο Χρυσοστάλη. Περίπου από το 1960 μέχρι το 1987.

7) Κώστας Νικολάου (Τσαμούρης). Επίσης σύγχρονο χασάπικο στη κεντρική πλατεία, υπήρχε μέχρι τα τελευταία χρόνια.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να περιγράψω με λίγα λόγια το σφάξιμο του ζώου αφού παρουσίαζε μια ιδιότυπη γραφικότητα και πολλά παιδιά μαζευόμασταν να παρακολουθήσουμε το θέαμα.
Κάτω από μια κρεμάλα που ήταν στημένη σε ένα τοίχο έφερναν το κατσίκι ή το αρνί και αφού το γονάτιζε ο χασάπης του έκοβε το λαιμό. Τα αίματα πηδούσαν πέρα-δώθε, αριστερά και δεξιά μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Όταν το ζώο ψοφούσε ο χασάπης το φούσκωνε, το κρεμούσε στη κρεμάλα με το τσιγκέλι και άρχιζε να το γδέρνει. Ο βοηθός του έφερνε ένα μπουγέλο νερό και με ένα κύπελλο έριχνε νερό στο χασάπη για να το καθαρίσει, όταν το ξεκοίλιαζε ή για να πλύνει τα έντερα. Όλα τα παιδιά δεν χόρταιναν το θέαμα και μερικοί σκύλοι ή γατιά άρχιζαν να πλησιάζουν για να αρπάξουν τα ακάθαρτα έντερα που θα πετούσε ο χασάπης. Μερικές φορές γινόταν μάχη μεταξύ σκύλου και γάτας για το ποιος θα αρπάξει το μεζέ. Όταν το σφαχτό ετοιμαζόταν το έκοβε ο χασάπης και γέμιζε τα τσιγκέλια που ήταν κρεμασμένα στην κρεμάλα. Ο πελάτης που τις περισσότερες φορές παρακολουθούσε κι αυτός το σφάξιμο, διάλεγε το κρέας και κρατώντας το ψηλά για να μη λερωθεί πήγαινε κατ’ ευθείαν στο σπίτι.

Κουρεία

Τα παλιά χρόνια δεν υπήρχαν κουρεία. Υπήρχαν κάποιοι που κούρευαν τους ανθρώπους στα σπιτια του, μια και δεν υπήρχαν ιδιαίτερες απαιτήσεις. Οι ίδιοι είχαν μάθει την τέχνη κουρεύοντας πρόβατα. Επίσης ξυρίζονταν μια φορά την εβδομάδα, εκτός από τους επιστήμονες του τόπου. Το πρώτο κουρείο πρέπει να εμφανίστηκε στο Αυλωνάρι τη δεκαετία του 1930. Κουρέας ο Γεώργιος Παπαθανασίου (Τέτας). Όμως το μεροκάματο ήταν μικρό και τα παράτησε για να γίνει ψαράς και στη συνέχεια παπάς.
Μετά την Κατοχή οργανωμένα κουρεία στο Αυλωνάρι είχαν ο Βασίλης Τζώρτζης, ο Αναστάσιος Τζώρτζης, ο Λουκάς Ζησίου, ο Γεώργιος Αγαθάγγελος και ο Γιάννης Βλάχος.